υαλογράφος

υαλογράφος
ο, Ν
1. τεχνίτης ειδικευμένος στην υαλογραφία
2. όργανο κατάλληλο για τη σχεδίαση ή τη μεταφορά σχεδίων πάνω σε γυαλί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ύαλος + -γράφος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υαλογράφος — ο 1. τεχνίτης ειδικός στην υαλογραφία (βλ. λ.), ο κατασκευαστής υαλογραφημάτων. 2. όργανο για τη σχεδίαση και τη μεταφορά σχεδίων στο γυαλί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • υαλογραφία — και υελογραφία, η, Ν [υαλογράφος] 1. η τέχνη τής συνθέσεως υαλογραφημάτων 2. το υαλογράφημα 3. διακόσμηση γυάλινων και κεραμεικών αντικειμένων με χρώματα …   Dictionary of Greek

  • υαλογραφώ — Ν [υαλογράφος] φιλοτεχνώ υαλογραφήματα, διακοσμώ μια επιφάνεια με υαλογραφία …   Dictionary of Greek

  • ύαλος — και ύελος, η / ὕαλος και ὕελος, ΝΜΑ, και ὕελλος, ἡ, μτγν τ. ὕαλος, ὁ, Α το γυαλί νεοελλ. 1. συνεκδ. υαλοπίνακας, τζάμι 2. φρ. «υφαιστειακή ύαλος» (πετρογρ.) υαλώδες πέτρωμα που σχηματίζεται από λάβα ή από μάγμα και έχει σύσταση παρόμοια με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”